παστάδα

παστάδα
η / παστός, -άδος, ΝΑ
κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος
αρχ.
1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι
2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.)
3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά
4. το μέρος τού σπιτιού μετά το προπύλαιο, πρόδομος, αυλή
5. φρ. α) «παστάδος ὥρα» — ηλικία γάμου
β) «ἀκτέριστος παστάς» — τάφος χωρίς κτερίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παστάς, -άδος έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *παρ-στάς (συγκεκομμένος τ. τού παραστ-άς < παρίσταμαι + επίθημα -άς, -άδος), με αποβολή τού -ρ- από το συμφωνικό σύμπλεγμα -ρστ-. Διαφορετική φωνητική εξέλιξη παρατηρείται στον τ. παρτάδες
ἄμπελοι (Ησύχ.), όπου από το συμφωνικό σύμπλεγμα –ρστ σιγήθηκε το -σ-. Ο τ. παστάς, με αρχική σημ. «πρόδομος, στοά, διάδρομος», μτγν. έλαβε και τη σημ. «θάλαμος, νυφικό δωμάτιο», οπότε και συνδέθηκε παρετυμολογικά με το συνώνυμο παστός* (Ι) (< πάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παστάδα — η νυφικό δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παστάδα — παστάς porch in front of the house fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • καλυβός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (48 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης.… …   Dictionary of Greek

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • παρτάδες — αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «άμπελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παστάδα] …   Dictionary of Greek

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • προστάς — άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου 2. το προστώο 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».… …   Dictionary of Greek

  • νυμφώνας — ο 1. θάλαμος, δωμάτιο των νεόνυμφων, νυφική παστάδα. 2. (εκκλησ.), η εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”